- επιτροπεύομαι
- επιτροπεύομαι, επιτροπεύτηκα και επιτροπεύθηκα βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επικομίζω — ἐπικομίζω (AM) [κομίζω] μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον αρχ. 1. μέσ. ἐπικομίζομαι φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῑς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.) 2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι … Dictionary of Greek
προσεπιτροπεύομαι — Α [ἐπιτροπεύομαι] είμαι επίσης υπό την επιτροπεία κάποιου … Dictionary of Greek
επιτροπεύω — επιτρόπευσα, επιτροπεύτηκα, μτβ. 1. ασκώ καθήκοντα επίτροπου, είμαι επίτροπος κάποιου. 2. το παθ., επιτροπεύομαι βρίσκομαι σε κατάσταση επιτρόπευσης από άλλους, είμαι κάτω από την επίβλεψη επίτροπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)